Λακωνική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Λακωνική θηλυκό
- ουσιαστικοποιημένο επίθετο (θηλυκό του λακωνικός) που προσδιόριζε το ουσιαστικό γῆ. Η χώρα των Λακόνων, η Λακωνία, η Λακεδαίμων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- λακονίζω
- λακωνικαί (τα λακωνικά πέδιλα)
- λακωνιστής
- λακωνισμός