Λατινικῶς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Λατινικῶς < Λατινικ(ός) + -ῶς
Επίρρημα[επεξεργασία]
Λατινικῶς
- (ελληνιστική κοινή) με λατινικό τρόπο [1]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- καθαρεύουσα: λατινικῶς (στη λατινική γλώσσα)
Αναφορές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Λατινικός, Επίρρ. -κῶς Ανέκδ.Οξ.3.383: pdf, σελ.18, Τόμος 3 - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών