Λαυκιώτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Λαυκιώτη < γενική ενικού του αρσενικού Λαυκιώτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Λαυκιώτη θηλυκό άκλιτο
Λαυκιώτη θηλυκό άκλιτο