Λυσιδίκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Λυσιδίκη θηλυκό
- γυναικείο αρχαίο ελληνικό όνομα
- Αἶρε τὰ δίκτυα ταῦτα, κακόσχολε, μηδ' ἐπίτηδες ἰσχίον ἐρχομένη σύστρεφε, Λυσιδίκη
- Ελληνική Ανθολογία, Μάρκου Αργενταρίου, 5.104
- Λυσιδίκη στη Βικιπαίδεια