ΜΜΕ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ΜΜΕ < Μέσο Μαζικής Ενημέρωσης
Συντομομορφή
[επεξεργασία]Μ.Μ.Ε. ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο αρκτικόλεξο
- συντομογραφία του μέσο μαζικής ενημέρωσης
Μ.μ.Ε. ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο αρκτικόλεξο
- συντομογραφία του Μικρομεσαία Επιχείρηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ΜΜΕ
|