Μέρφυ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmeɾ.fi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μέρ‐φι

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μέρφυ αρσενικό ή θηλυκό