Μαυράθηρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μαυράθηρο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (ελληνική ποικιλία αμπέλου) ποικιλία αμπέλου της Σαντορίνης διαδεδομένη στις Κυκλάδες και νησιά του Αιγαίου, και παράγει λευκό ξηρό κρασί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μαυράθηρο
|