Μετάβαση στο περιεχόμενο

άμπελος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἄμπελος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άμπελος οι άμπελοι
      γενική της αμπέλου των αμπέλων
    αιτιατική την άμπελο τις αμπέλους
     κλητική άμπελε άμπελοι
Δείτε και αρχαία ελληνικά: ἡ ἄμπελος
Επίσης, νέα ελληνικά: το αμπέλι.
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άμπελος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄμπελος. Δείτε και αμπέλι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈam.be.los/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άμπελος θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]