Μαυρομμάτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μαυρομμάτη < γενική ενικού του αρσενικού του Μαυρομμάτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μαυρομμάτη θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης : Μαυρομμάτι |
Μαυρομμάτη θηλυκό άκλιτο