Μοναστηριώτου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μοναστηριώτου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Μοναστηριώτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μοναστηριώτου θηλυκό άκλιτο