Μοτσενίγκου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μοτσενίγκου < γενική ενικού του αρσενικού Μοτσενίγκος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μοτσενίγκου θηλυκό (αρσενικό Μοτσενίγκος)
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Ευρετήριο: Συγγραφέων-Μεταφραστών-Φιλολογικών Εκδοτών, Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού», Μουσείο Μπενάκη, ανακτήθηκε 22/11/2023 [1]