Μπιέλοβαρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈbʝe.lo.vaɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπιέ‐λο‐βαρ
Μεταγραφή
[επεξεργασία]Μπιέλοβαρ ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Μπιέλοβαρ στη Βικιπαίδεια