Μπινγκιόλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /biɲˈɟol/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπιν‐γκιόλ
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Μπινγκιόλ ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Μπινγκιόλ στη Βικιπαίδεια