Μυσιρλής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μυσιρλής < πατριδωνυμικό, τουρκική Mısırli (Αιγύπτιος) + < τουρκική Misir (Αίγυπτος)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μυσιρλής αρσενικό (θηλυκό Μυσιρλού)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μυσιρλής σελ.58 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.