Μόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μόρος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Μόρος: → δείτε τη λέξη μόρος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Μόρος, -ου αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) ο γιος της Νυκτός
  2. ανδρικό όνομα