Ξυλοπαρκιώτου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ξυλοπαρκιώτου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Ξυλοπαρκιώτης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ξυλοπαρκιώτου θηλυκό άκλιτο