Οκιουζίδη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Οκιουζίδη < γενική ενικού του αρσενικού Οκιουζίδης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Οκιουζίδη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Οκιουζίδης