Παραγουανών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παραγουανών

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

'Παραγουανών

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του Παραγουανός
  2. (θηλυκό) γενική πληθυντικού του Παραγουανή