Πογιατζιής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Κυπριακά (el-cyp)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πογιατζιής < επάγγελμα μπογιατζής, προέλευσης από την οθωμανική τουρκική · → πρβ. στην καραμανλήδικη διάλεκτο της τουρκικής πογιατζή.
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πογιατζιής αρσενικό (θηλυκό Πογιατζιή)