Πρεκατέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πρεκατέ < γενική ενικού του Πρεκατές
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πρεκατέ θηλυκό άκλιτο (αρσενικό Πρεκατές)
Πρεκατέ θηλυκό άκλιτο (αρσενικό Πρεκατές)