Σικελιώτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σικελιώτη < γενική ενικού του αρσενικού Σικελιώτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σικελιώτη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Σικελιώτης