Ταξιαρχιώτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ταξιαρχιώτη < γενική ενικού του αρσενικού Ταξιαρχιώτης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ταξιαρχιώτη θηλυκό άκλιτο
Ταξιαρχιώτη θηλυκό άκλιτο