Φοινοκαλιώτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Φοινοκαλιώτη < γενική ενικού του αρσενικού Φοινοκαλιώτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Φοινοκαλιώτη θηλυκό άκλιτο
Φοινοκαλιώτη θηλυκό άκλιτο