Φυσίκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Φυσίκα < γενική ενικού του αρσενικού Φυσίκας
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Φυσίκα θηλυκό
Δείτε επίσης : φυσικά |
Φυσίκα θηλυκό