Ψαρονικολάκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ψαρονικολάκη < γενική ενικού του αρσενικού Ψαρονικολάκης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ψαρονικολάκη θηλυκό άκλιτο
Ψαρονικολάκη θηλυκό άκλιτο