Ψαρόβαρκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ψαρόβαρκα < γενική ενικού του αρσενικού Ψαρόβαρκας
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ψαρόβαρκα θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Ψαρόβαρκας