ΩΡΛ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ΩΡΛ < αρχικά των συλλαβών ωτο- + ρινο- + λαρυγγολόγος
Προφορά
[επεξεργασία]
Συντομομορφή
[επεξεργασία]Ω.Ρ.Λ. αρκτικόλεξο και συντομογραφία
- (ιατρική) ωριλά, ωτορινολαρυγγολόγος
- ωτορινολαρυγγολογία (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ΩΡΛ
|