άνομα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άνομα < άνομος

Επίρρημα[επεξεργασία]

άνομα

  1. με τρόπο που παραβαίνει τον νόμο
  2. (μεταφορικά) με τρόπο που παραβαίνει την γενικώς αναγνωρισμένη ηθική

Μεταφράσεις[επεξεργασία]