άξαφνα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άξαφνα < μεσαιωνική ελληνική έξαφνα < αρχαία ελληνική ἐξαίφνης < ἐξ + ἄφνω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.ksa.fna/
Επίρρημα
[επεξεργασία]άξαφνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άξαφνα
|