άτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άτα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άτα θηλυκό
- (νηπιακή) βόλτα
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- καθώς η λέξη είναι καθαρά νηπιακή, δεν ανήκει ουσιαστικά σε κανένα μέρος του λόγου και καταχρηστικά θεωρείται θηλυκό ουσιαστικό, ενώ χρησιμοποιείται συνήθως μόνο επιρρηματικά ή επιφωνηματικά ("πάμε άτα", "είναι άτα", "έλα, άτα", "άτα!" κλπ.) και η χρήση της με άρθρο είναι αδόκιμη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άτα
|