έσι έχου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τσακωνικά (tsd)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έσι έχου: → δείτε το βοηθητικό ρήμα έσι (είσαι) & τη μετοχή έχου (έχων) [ο ενεστώτας στα τσακώνικα σχηματίζεται περιφραστικά]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]έσι έχου
- έχεις (κυριολεκτικά: είσαι έχων), β' πρόσωπο ενικού του ρήματος του ρήματος ένι έχου (έχω)
- ↪ Γιατσ' έσι μαγκιλοδεϊτέ, τσ' έσ' έχου; [1]
- Γιατί είσαι μαντιλοδεμένος, τι έχεις; (κατά λέξη: Γιατί είσαι μαντιλοδεμένος, τι είσαι έχων;)
- ↪ Γιατσ' έσι μαγκιλοδεϊτέ, τσ' έσ' έχου; [1]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ.213.jpg, τόμ.2 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 2ος@academyofathens
Πηγές
[επεξεργασία]- έχω - σελ.306.jpg, τόμ.1 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens