μαγκιλοδεϊτέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τσακωνικά (tsd)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαγκιλοδεϊτέ: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μαγκιλοδέινου < μαγκίλι (μαντίλι) + ρήμα δέινου (δένω) στα τσακώνικα ιδιώματα όπως από το χωριό Μέλανα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /maŋɟiloðei̯ˈte/
Μετοχή
[επεξεργασία]μαγκιλοδεϊτέ
- (τσακωνικό ιδίωμα στα Μέλανα) μαντιλοδεμένος
Πηγές
[επεξεργασία]- *μαντιλοδένω - σελ.213.jpg, τόμ.3 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 3ος@academyofathens