έχω κατασυγχυστεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
έχω κατασυγχυστεί
- α' ενικό οριστικής παρακειμένου του ρήματος κατασυγχύζομαι
- (+ να) α' ενικό υποτακτικής παρακειμένου του ρήματος κατασυγχύζομαι
- (+ θα) α' ενικό συντελεσμένου μέλλοντα α' του ρήματος κατασυγχύζομαι