αγκύρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Ουσιαστικό και Κύριο όνομα[επεξεργασία]
αγκύρας και Αγκύρας άκλιτο αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο πχ ο [γάτος] αγκύρας
- γάτα, κατσίκα ή κουνέλι μακρύτριχης ράτσας
- μάλλινη κλωστή και ρούχα από τρίχωμα κατσίκας ή κουνελιού αγκύρας
- (σχεδόν πάντα για το μαλλί του κουνελιού Αγκύρας [για την κατσίκα: mohair])
- χαρακτηριστικά μαλλιού: απαλό, εύμ[ε]ικτο με άλλες ίνες, χρωμ[ατ]οαπορροφητικό, μεταξώδες, λεπτό
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αγκύρας θηλυκό