αγυιόπαιδου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αγυιόπαιδου ουδέτερο
- γενική ενικού του αγυιόπαιδο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- αγυιόπαιδος (του αγυιόπαις)