ακάθεκτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακάθεκτα < ακάθεκτος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ακάθεκτα

  1. με μεγάλη ορμητικότητα, χωρίς να μπορεί κάποιος να ανασχέσει τη συγκεκριμένη πορεία
  2. ακατάπαυστα, ασταμάτητα, καταιγιστικά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]