ακάθεκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακάθεκτος < (ελληνιστική κοινή) ἀκάθεκτος < ἀ- στερητικό + κατέχω (συγκρατώ)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈka.θe.ktos/
Επίθετο
[επεξεργασία]ακάθεκτος, -η, -ο
- (για κάποιον ή κάτι που κινείται - κυριολεκτικά ή μεταφορικά) ορμητικός και ασυγκράτητος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακάθεκτος