unrestrained
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | unrestrained |
συγκριτικός | more unrestrained |
υπερθετικός | most unrestrained |
Επίθετο
[επεξεργασία]- ακάθεκτος
- ↪ The enemy was advancing unrestrained.
- Ο εχθρός προχωρούσε ακάθεκτος.
- ↪ The enemy was advancing unrestrained.