unrestrained

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός unrestrained
συγκριτικός more unrestrained
υπερθετικός most unrestrained

Επίθετο

[επεξεργασία]

unrestrained (en) (επίσημο)

  • ακάθεκτος
    The enemy was advancing unrestrained.
    Ο εχθρός προχωρούσε ακάθεκτος.