ακόμη και
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
ακόμη και
- έκφραση που εντείνει κάποια έννοια, συχνά απροσδόκητη
- Ακόμα κι εσύ Βρούτε;
- Τον απέφευγαν όλοι, ακόμη και τα παιδιά του
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ως και
- ούτε και
- το ίδιο το παιδί του, ο σκύλος του, κάποιος οικείος