αλληλοβοηθιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]αλληλοβοηθιέμαι
- (αλληλοπαθητικό, σπάνιο) βοηθούμε ο ένας τον άλλο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλληλοβοηθιέμαι | αλληλοβοηθιόμουν(α) | θα αλληλοβοηθιέμαι | να αλληλοβοηθιέμαι | ||
β' ενικ. | αλληλοβοηθιέσαι | αλληλοβοηθιόσουν(α) | θα αλληλοβοηθιέσαι | να αλληλοβοηθιέσαι | ||
γ' ενικ. | αλληλοβοηθιέται | αλληλοβοηθιόταν(ε) | θα αλληλοβοηθιέται | να αλληλοβοηθιέται | ||
α' πληθ. | αλληλοβοηθιόμαστε | αλληλοβοηθιόμαστε αλληλοβοηθιόμασταν |
θα αλληλοβοηθιόμαστε | να αλληλοβοηθιόμαστε | ||
β' πληθ. | αλληλοβοηθιέστε | αλληλοβοηθιόσαστε αλληλοβοηθιόσασταν |
θα αλληλοβοηθιέστε | να αλληλοβοηθιέστε | αλληλοβοηθιέστε | |
γ' πληθ. | αλληλοβοηθιούνται | αλληλοβοηθιόνταν(ε) αλληλοβοηθιούνταν αλληλοβοηθιόντουσαν |
θα αλληλοβοηθιούνται | να αλληλοβοηθιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλληλοβοηθήθηκα | θα αλληλοβοηθηθώ | να αλληλοβοηθηθώ | αλληλοβοηθηθεί | ||
β' ενικ. | αλληλοβοηθήθηκες | θα αλληλοβοηθηθείς | να αλληλοβοηθηθείς | αλληλοβοηθήσου | ||
γ' ενικ. | αλληλοβοηθήθηκε | θα αλληλοβοηθηθεί | να αλληλοβοηθηθεί | |||
α' πληθ. | αλληλοβοηθηθήκαμε | θα αλληλοβοηθηθούμε | να αλληλοβοηθηθούμε | |||
β' πληθ. | αλληλοβοηθηθήκατε | θα αλληλοβοηθηθείτε | να αλληλοβοηθηθείτε | αλληλοβοηθηθείτε | ||
γ' πληθ. | αλληλοβοηθήθηκαν αλληλοβοηθηθήκαν(ε) |
θα αλληλοβοηθηθούν(ε) | να αλληλοβοηθηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αλληλοβοηθηθεί | είχα αλληλοβοηθηθεί | θα έχω αλληλοβοηθηθεί | να έχω αλληλοβοηθηθεί | αλληλοβοηθημένος | |
β' ενικ. | έχεις αλληλοβοηθηθεί | είχες αλληλοβοηθηθεί | θα έχεις αλληλοβοηθηθεί | να έχεις αλληλοβοηθηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αλληλοβοηθηθεί | είχε αλληλοβοηθηθεί | θα έχει αλληλοβοηθηθεί | να έχει αλληλοβοηθηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αλληλοβοηθηθεί | είχαμε αλληλοβοηθηθεί | θα έχουμε αλληλοβοηθηθεί | να έχουμε αλληλοβοηθηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αλληλοβοηθηθεί | είχατε αλληλοβοηθηθεί | θα έχετε αλληλοβοηθηθεί | να έχετε αλληλοβοηθηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αλληλοβοηθηθεί | είχαν αλληλοβοηθηθεί | θα έχουν αλληλοβοηθηθεί | να έχουν αλληλοβοηθηθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλληλοβοηθιέμαι