αλσατικών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αλσατικών
- γενική πληθυντικού του αλσατικός
- γενική πληθυντικού του αλσατική
- γενική πληθυντικού του αλσατικό