αμφιταλαντεύσεως
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αμφιταλαντεύσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αμφιταλάντευση
- εναλλακτικά: αμφιταλάντευσης
αμφιταλαντεύσεως θηλυκό