αναβατό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αναβατό
ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο> αναβατός> ανά και βαίνω
εκείνο που ανεβαίνει, ειδικότερα στη παραδοσιακή παρασκευή των προϊόντων της τυροκομίας
- τυροκ. ειδικό είδος ξινοτυριού που παρασκευάζεται στα Γρεβενά.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- ανάβατο, για το ψωμί: «εκείνο που δεν ανέβηκε, που δεν φούσκωσε», λειπανάβατο