αναβατό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αναβατό

ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο> αναβατός> ανά και βαίνω

εκείνο που ανεβαίνει, ειδικότερα στη παραδοσιακή παρασκευή των προϊόντων της τυροκομίας

Αντώνυμα[επεξεργασία]