ανακαταμετρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ανακαταμετρώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανακαταμετρημένος
- ανακαταμέτρηση
- → δείτε τις λέξεις ανά, καταμετρώ, μετρώ και μέτρο
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανακαταμετράω - ανακαταμετρώ | ανακαταμετρούσα | θα ανακαταμετράω - ανακαταμετρώ | να ανακαταμετράω - ανακαταμετρώ | ανακαταμετρώντας | |
β' ενικ. | ανακαταμετράς | ανακαταμετρούσες | θα ανακαταμετράς | να ανακαταμετράς | ανακαταμέτρα - ανακαταμέτραγε | |
γ' ενικ. | ανακαταμετράει - ανακαταμετρά | ανακαταμετρούσε | θα ανακαταμετράει - ανακαταμετρά | να ανακαταμετράει - ανακαταμετρά | ||
α' πληθ. | ανακαταμετράμε - ανακαταμετρούμε | ανακαταμετρούσαμε | θα ανακαταμετράμε - ανακαταμετρούμε | να ανακαταμετράμε - ανακαταμετρούμε | ||
β' πληθ. | ανακαταμετράτε | ανακαταμετρούσατε | θα ανακαταμετράτε | να ανακαταμετράτε | ανακαταμετράτε | |
γ' πληθ. | ανακαταμετράν(ε) - ανακαταμετρούν(ε) | ανακαταμετρούσαν(ε) | θα ανακαταμετράν(ε) - ανακαταμετρούν(ε) | να ανακαταμετράν(ε) - ανακαταμετρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανακαταμέτρησα | θα ανακαταμετρήσω | να ανακαταμετρήσω | ανακαταμετρήσει | ||
β' ενικ. | ανακαταμέτρησες | θα ανακαταμετρήσεις | να ανακαταμετρήσεις | ανακαταμέτρα - ανακαταμέτρησε | ||
γ' ενικ. | ανακαταμέτρησε | θα ανακαταμετρήσει | να ανακαταμετρήσει | |||
α' πληθ. | ανακαταμετρήσαμε | θα ανακαταμετρήσουμε | να ανακαταμετρήσουμε | |||
β' πληθ. | ανακαταμετρήσατε | θα ανακαταμετρήσετε | να ανακαταμετρήσετε | ανακαταμετρήστε | ||
γ' πληθ. | ανακαταμέτρησαν ανακαταμετρήσαν(ε) |
θα ανακαταμετρήσουν(ε) | να ανακαταμετρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανακαταμετρήσει | είχα ανακαταμετρήσει | θα έχω ανακαταμετρήσει | να έχω ανακαταμετρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανακαταμετρήσει | είχες ανακαταμετρήσει | θα έχεις ανακαταμετρήσει | να έχεις ανακαταμετρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανακαταμετρήσει | είχε ανακαταμετρήσει | θα έχει ανακαταμετρήσει | να έχει ανακαταμετρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανακαταμετρήσει | είχαμε ανακαταμετρήσει | θα έχουμε ανακαταμετρήσει | να έχουμε ανακαταμετρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανακαταμετρήσει | είχατε ανακαταμετρήσει | θα έχετε ανακαταμετρήσει | να έχετε ανακαταμετρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανακαταμετρήσει | είχαν ανακαταμετρήσει | θα έχουν ανακαταμετρήσει | να έχουν ανακαταμετρήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανακαταμετρώ
|