ανακαταμετρημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ανακαταμετρημένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ανακαταμετρώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανακαταμετρώ
- → δείτε τις λέξεις ανά, καταμετρώ, μετρώ και μέτρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανακαταμετρημένος
|