ανακαταμετρημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακαταμετρημένος η ανακαταμετρημένη το ανακαταμετρημένο
      γενική του ανακαταμετρημένου της ανακαταμετρημένης του ανακαταμετρημένου
    αιτιατική τον ανακαταμετρημένο την ανακαταμετρημένη το ανακαταμετρημένο
     κλητική ανακαταμετρημένε ανακαταμετρημένη ανακαταμετρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακαταμετρημένοι οι ανακαταμετρημένες τα ανακαταμετρημένα
      γενική των ανακαταμετρημένων των ανακαταμετρημένων των ανακαταμετρημένων
    αιτιατική τους ανακαταμετρημένους τις ανακαταμετρημένες τα ανακαταμετρημένα
     κλητική ανακαταμετρημένοι ανακαταμετρημένες ανακαταμετρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

ανακαταμετρημένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]