αναμετρήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αναμετρήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αναμέτρηση
- εναλλακτικά: αναμέτρησης
αναμετρήσεως θηλυκό