αναπετώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπετώ < αρχαία ελληνική ἀναπετάννυμι
Ρήμα[επεξεργασία]
αναπετώ
- ανοίγω τις φτερούγες μου και πετάω, υψώνομαι
- εξαφανίζομαι, χάνομαι
- ξεπροβάλλω, ξεπετιέμαι
- Μα σαν το σπόρο το μικρό μικρό, που αναπετάει το φύτρο κι αρπάει τη γης η ρίζα του κι αρπάει το φως η κεφαλή του (Ν. Καζαντζάκης στην "Οδύσσεια")
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπετώ
|