αναπετώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναπετώ < αρχαία ελληνική ἀναπετάννυμι

αναπετώ

  1. ανοίγω τις φτερούγες μου και πετάω, υψώνομαι
  2. εξαφανίζομαι, χάνομαι
  3. ξεπροβάλλω, ξεπετιέμαι
    • Μα σαν το σπόρο το μικρό μικρό, που αναπετάει το φύτρο κι αρπάει τη γης η ρίζα του κι αρπάει το φως η κεφαλή του (Ν. Καζαντζάκης στην "Οδύσσεια")

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]