αναχωματώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναχωματώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

αναχωματώνω

  1. συσσωρεύω χώμα για να γεμίσω ένα άνοιγμα στο έδαφος ή για να δημιουργήσω ανάχωμα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  1. αναχωματίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  1. αναχωματισμός
  2. αναχωμάτωση
  3. αναχωματικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]