ανθρακεύσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ανθρακεύσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του ανθράκευση
- εναλλακτικά: ανθράκευσης
ανθρακεύσεως θηλυκό