ανοιχτή θέση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανοιχτή θέση < ανοιχτός + θέσις

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

ανοιχτή θέση

  • (χρηματοοικονομικός όρος) είναι το φάσμα των δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που έχει κάποιος σε συμβόλαια μετοχών, ομολόγων ή παραγώγων
    Παράδειγμα α': η κα «Ψι» αγόρασε τέσσερις χιλιάδες μετοχές της εταιρείας «Χι», τον πρώτο μήνα πούλησε χίλιες και η ανοιχτή της θέση έπεσε στις τρείς χιλιάδες, ενώ στο δίμηνο πούλησε και τις αποδέλοιπες με αποτέλεσμα να κλείσει η θέση της
    Παράδειγμα β': [...] πολλά ιδρύματα με ανοιχτές θέσεις στη χώρα με την αρχική ύφεση ενδεχομένως να προβούν σε μαζικές πωλήσεις τίτλων και μεριδίων στο εξωτερικό, προκαλώντας έτσι μείωση των τιμών τους και μια μείωση των χαρτοφυλακίων και στο εξωτερικό, καθώς και μείωση της ρευστότητας λόγω της απόσυρσης κεφαλαίων - Κότιος Άγγελος & Παυλίδης Γεώργιος (2012) Διεθνείς Οικονομικές Κρίσεις, Εκδόσεις Rosili, σελ. 19

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]